- ὑφάντῃ
- ὑφάντηςweavermasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑφαντή — ὑφαντός woven fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υφαντικός — ή, ό / ὑφαντικός, ή, όν, ΝΑ [ὑφάντης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υφαντή ή αυτός με τον οποίο γίνεται η ύφανση (α. «υφαντικός ιστός» ο αργαλειός θ. «ὑφαντικὸν δὲ γε ἡ κερκίς», Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η υφαντική (ενν. τέχνη) η τέχνη… … Dictionary of Greek
βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… … Dictionary of Greek
πολύμιτος — η, ο / πολύμιτος, ον, ΝΜΑ 1. (για ύφασμα) κατασκευασμένος με πολλές διαφορετικές κλωστές, αυτός τού οποίου το υφάδι έχει κλωστές με διαφορετικό χρώμα για την κατασκευή διακοσμητικών μοτίβων 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πολυμιτα τα δαμασκηνά,… … Dictionary of Greek
τσιμιομαντίλα — η, Ν κεντητή ή υφαντή μαντίλα που χρησιμοποιείται για προπέτασμα σε τζάκι ή για τη διακόσμηση τοίχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιμιά + μαντίλα] … Dictionary of Greek
ύφαντρον — τὸ, Α ο μισθός τού υφάντη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφαίνω + επίθημα τρον (πρβλ. δίδακ τρον)] … Dictionary of Greek
Καμπίρ — (Kabir, 1435 – Μαγαχάρ 1518). Ινδός θρησκευτικός μεταρρυθμιστής. Σύμφωνα με μια ινδική παράδοση, ο νεογέννητος Κ. εγκαταλείφθηκε από τη χήρα μητέρα του πάνω σε έναν λωτό, στις όχθες της λίμνης Λάχαρ Ταλάο, κοντά στην πόλη Μπεναρές, και βρέθηκε… … Dictionary of Greek
υφαντικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με τον υφαντή ή την υφαντική (βλ. λ.), που μ αυτόν γίνεται η ύφανση: Υφαντικά όργανα. 2. το θηλ. ως ουσ., υφαντική (βλ. λ.). 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., υφαντικά η αμοιβή για την ύφανση: Δίνει λίγα υφαντικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υφαντός — υφαντός, ή, ό και φαντός, ή, ό 1. ο κατασκευασμένος στον υφαντικό ιστό, στον αργαλειό: Υφαντή πετσέτα. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., υφαντά υφάσματα ποικιλμένα με σχήματα υφασμένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)